justification
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌdʒʌstɪfɪˈkeɪʃən/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
justification (en)
- αιτιολόγηση
- (τυπογραφία) στοίχιση
- left, right, full justification
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
justification (fr) θηλυκό
- η αιτιολόγηση, η δικαίωση, η δικαιολογία