ενικός         πληθυντικός  
alignment alignments

Ετυμολογία

επεξεργασία
alignment < align + -ment

Ουσιαστικό

επεξεργασία

alignment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η ευθυγράμμιση, η στοίχιση, διάταξη σε ευθεία γραμμή
      the alignment of the car’s wheels - η ευθυγράμμιση των τροχών του αυτοκινήτου
      The desks are out of alignment.
    Τα θρανία δεν είναι ευθυγραμμισμένα.
      The desks are in alignment.
    Τα θρανία είναι ευθυγραμμισμένα.
      left/right/justified alignment - αριστερή/δεξιά/πλήρης στοίχιση
  2. η ευθυγράμμιση, μια κατάσταση στην οποία κάτι βρίσκεται στη σωστή σχέση με κάτι άλλο
      Alignment between our commercial and creative goals is crucial.
    Η ευθυγράμμιση μεταξύ των εμπορικών και δημιουργικών μας στόχων είναι ζωτικής σημασίας.
      We will implement policies in alignment with our fiscal goals.
    Θα εφαρμόσουμε πολιτικές σε ευθυγράμμιση με τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
  3. η ευθυγράμμιση, πολιτική, επιχειρηματική ή άλλη υποστήριξη που παρέχεται σε μια χώρα ή ομάδα από μια άλλη
      The country's alignment with its EU partners is imperative.
    Επιβάλλεται η ευθυγράμμιση της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.