↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοίχιση οι στοιχίσεις
      γενική της στοίχισης* των στοιχίσεων
    αιτιατική τη στοίχιση τις στοιχίσεις
     κλητική στοίχιση στοιχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοιχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στοίχιση < στοιχίζω < στοίχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στοίχιση θηλυκό

  1. η τακτοποίηση ανθρώπων ή πραγμάτων σε στοίχους
  2. (τυπογραφία, επεξεργασία κειμένων σε υπολογιστές) η ευθυγράμμιση της άκρης του κειμένου παράλληλα προς το δεξί ή/και το αριστερό περιθώριο της σελίδας
    αριστερή, δεξιά, πλήρης στοίχιση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία