ενικός         πληθυντικός  
alignement alignements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alignement (fr) αρσενικό

  1. η παράθεση
  2. η ευθυγράμμιση
  3. η στοίχιση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη aligner