πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιθώριο τα περιθώρια
      γενική του περιθωρίου
& περιθώριου
των περιθωρίων
    αιτιατική το περιθώριο τα περιθώρια
     κλητική περιθώριο περιθώρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιθώριο ουδέτερο

  1. άγραφο τμήμα γύρω-γύρω σε σελίδα τυπωμένου βιβλίου ή αντίστοιχο τμήμα σελίδας τετραδίου
  2. (κατ’ επέκταση) το διάστημα, η απόσταση, χρονική ή υλική, που υπάρχει γύρω από κάτι που θεωρείται κεντρικό και κύριο
  3. (μεταφορικά) η απόκλιση από αυτό που θεωρείται ως κοινωνικό πρότυπο και είναι μερικώς ανεκτή από την κοινωνία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία