↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιθωριοποίηση οι περιθωριοποιήσεις
      γενική της περιθωριοποίησης* των περιθωριοποιήσεων
    αιτιατική την περιθωριοποίηση τις περιθωριοποιήσεις
     κλητική περιθωριοποίηση περιθωριοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιθωριοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιθωριοποίηση < περιθωριοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιθωριοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία