περιθωριοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιθωριοποίηση | οι | περιθωριοποιήσεις |
γενική | της | περιθωριοποίησης* | των | περιθωριοποιήσεων |
αιτιατική | την | περιθωριοποίηση | τις | περιθωριοποιήσεις |
κλητική | περιθωριοποίηση | περιθωριοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιθωριοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιθωριοποίηση < περιθωριοποιώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιθωριοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιθωριοποιώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιθωριοποίηση