Ετυμολογία

επεξεργασία
περιθωριοποιώ < περιθώριο + -ο- + -ποιώ

περιθωριοποιώ (παθητική φωνή: περιθωριοποιούμαι, παθητική μετοχή: περιθωριοποιημένος)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία