Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιθωριοποιώ < περιθώριο + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

περιθωριοποιώ (παθητική φωνή: περιθωριοποιούμαι, παθητική μετοχή: περιθωριοποιημένος)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία