Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιθωριοποιούμαι, παθητική φωνή του περιθωριοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

περιθωριοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη περιθωριοποιώ