κοινωνικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινωνικοποίηση | οι | κοινωνικοποιήσεις |
γενική | της | κοινωνικοποίησης | των | κοινωνικοποιήσεων |
αιτιατική | την | κοινωνικοποίηση | τις | κοινωνικοποιήσεις |
κλητική | κοινωνικοποίηση | κοινωνικοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοινωνικοποίηση < κοινωνικ(ός) + -ο- + -ποίηση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική socialisation ή αγγλική socialisation[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοινωνικοποίηση θηλυκό
- (κοινωνιολογία) η διαδικασία προσαρμογής και ενσωμάτωσης ενός ατόμου (ανήλικου ή ενήλικου) σε μια κοινωνία
- (πολιτική, οικονομία) ο έλεγχος των οικονομικών αγαθών και των μέσω παραγωγής από το κοινωνικό σύνολο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κοινωνικός, κοινός και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοινωνικοποίηση
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κοινωνικοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας