Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

socialization < socialize + -ation ή social + -ization

  Ουσιαστικό επεξεργασία

socialization (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

  1. η κοινωνικοποίηση ενός ατόμου
    The association of the child with his peers will help him in his socialization.
    H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
  2. η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής

  Πηγές επεξεργασία