Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κοινωνικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινωνικοποιώ
  2. θα κοινωνικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινωνικοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κοινωνικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοινωνικοποίηση