κοινωνικοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κοινωνικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοινωνικοποιώ
- θα κοινωνικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοινωνικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
κοινωνικοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοινωνικοποίηση