Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινωνικοποιώ < κοινωνικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική socialiser[1])

κοινωνικοποιώ (παθητική φωνή κοινωνικοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία