Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοινωνικοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοινωνικοποιημέν
ος
η
κοινωνικοποιημέν
η
το
κοινωνικοποιημέν
ο
γενική
του
κοινωνικοποιημέν
ου
της
κοινωνικοποιημέν
ης
του
κοινωνικοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κοινωνικοποιημέν
ο
την
κοινωνικοποιημέν
η
το
κοινωνικοποιημέν
ο
κλητική
κοινωνικοποιημέν
ε
κοινωνικοποιημέν
η
κοινωνικοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοινωνικοποιημέν
οι
οι
κοινωνικοποιημέν
ες
τα
κοινωνικοποιημέν
α
γενική
των
κοινωνικοποιημέν
ων
των
κοινωνικοποιημέν
ων
των
κοινωνικοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κοινωνικοποιημέν
ους
τις
κοινωνικοποιημέν
ες
τα
κοινωνικοποιημέν
α
κλητική
κοινωνικοποιημέν
οι
κοινωνικοποιημέν
ες
κοινωνικοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κοινωνικοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κοινωνικοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοινωνικοποιημένος
γαλλικά
:
socialisé
(fr)