κοινωνικοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνικοποιητικός < κοινωνικοποιώ + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίακοινωνικοποιητικός[1]
- που έχει σχέση με την κοινωνικοποίηση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή συντελεί σ’ αυτήν
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινωνικοποιητικός
|
- ↑ κοινωνικοποιητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)