κοινωνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινωνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινωνικός και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική social ή sociable[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.no.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κοινωνικός
- που αναφέρεται στην κοινωνία, το οργανωμένο σύνολο ανθρώπων
- οι οικονομικές συνθήκες οδήγησαν σε κοινωνική έκρηξη
- (για άτομα) εξωστρεφής και ομιλητικός, που έχει διάθεση για συναναστροφή και επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευκοινώνητος
επεξεργασία
- ↑ κοινωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.