Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωστρεφής η εξωστρεφής το εξωστρεφές
      γενική του εξωστρεφούς* της εξωστρεφούς του εξωστρεφούς
    αιτιατική τον εξωστρεφή την εξωστρεφή το εξωστρεφές
     κλητική εξωστρεφή(ς) εξωστρεφής εξωστρεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωστρεφείς οι εξωστρεφείς τα εξωστρεφή
      γενική των εξωστρεφών των εξωστρεφών των εξωστρεφών
    αιτιατική τους εξωστρεφείς τις εξωστρεφείς τα εξωστρεφή
     κλητική εξωστρεφείς εξωστρεφείς εξωστρεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωστρεφής < έξω + -στρεφής < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική extravertiert

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kso.stɾe.fis/

  Επίθετο επεξεργασία

εξωστρεφής, -ής, -ές

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία