↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωστρεφής η εξωστρεφής το εξωστρεφές
      γενική του εξωστρεφούς* της εξωστρεφούς του εξωστρεφούς
    αιτιατική τον εξωστρεφή την εξωστρεφή το εξωστρεφές
     κλητική εξωστρεφή(ς) εξωστρεφής εξωστρεφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωστρεφείς οι εξωστρεφείς τα εξωστρεφή
      γενική των εξωστρεφών των εξωστρεφών των εξωστρεφών
    αιτιατική τους εξωστρεφείς τις εξωστρεφείς τα εξωστρεφή
     κλητική εξωστρεφείς εξωστρεφείς εξωστρεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξωστρεφής < έξω + -στρεφής < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική extravertiert

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kso.stɾe.fis/

  Επίθετο

επεξεργασία

εξωστρεφής, -ής, -ές

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία