extraverti
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extraverti | extravertis |
θηλυκό | extravertie | extraverties |
Επίθετο
επεξεργασίαextraverti (fr)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαextraverti (io)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extraverti | extravertis |
θηλυκό | extravertie | extraverties |
extraverti (fr)
extraverti (io)