εσωστρεφής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εσωστρεφής | η | εσωστρεφής | το | εσωστρεφές |
γενική | του | εσωστρεφούς* | της | εσωστρεφούς | του | εσωστρεφούς |
αιτιατική | τον | εσωστρεφή | την | εσωστρεφή | το | εσωστρεφές |
κλητική | εσωστρεφή(ς) | εσωστρεφής | εσωστρεφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εσωστρεφείς | οι | εσωστρεφείς | τα | εσωστρεφή |
γενική | των | εσωστρεφών | των | εσωστρεφών | των | εσωστρεφών |
αιτιατική | τους | εσωστρεφείς | τις | εσωστρεφείς | τα | εσωστρεφή |
κλητική | εσωστρεφείς | εσωστρεφείς | εσωστρεφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεσωστρεφής, -ής, -ές
- που στρέφεται προς τον εαυτό του, δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικός και δεν εκδηλώνει εύκολα τα συναισθήματά του και δεν μοιράζεται εύκολα με τους άλλους τις σκέψεις του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εσωστρεφής