introspectif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɔs.pɛk.tif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | introspectif | introspectifs |
θηλυκό | introspective | introspectives |
introspectif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | introspectif | introspectifs |
θηλυκό | introspective | introspectives |
introspectif (fr) αρσενικό