ενδοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοσκοπικός < ενδοσκόπ(ηση) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ενδοσκοπικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την ενδοσκόπηση ή γίνεται με ενδοσκόπιο
- ενδοσκοπική εξέταση
- (ψυχολογία) που σχετίζεται με την ανάλυση την συνείδησης
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιατρική
ψυχολογία