ενδοσκοπικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοσκοπικά < ενδοσκοπικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ενδοσκοπικά
- με ενδοσκόπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοσκοπικά
→ δείτε τη λέξη ενδοσκοπικώς |
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενδοσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ενδοσκοπικός