ενδοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενδοσκόπηση | οι | ενδοσκοπήσεις |
γενική | της | ενδοσκόπησης* | των | ενδοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | ενδοσκόπηση | τις | ενδοσκοπήσεις |
κλητική | ενδοσκόπηση | ενδοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενδοσκόπηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοσκόπη(σις) + -ση < (λόγιο δάνειο) γαλλική endoscopie < ενδο- + -σκόπηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση των φυσικών κοιλοτήτων του σώματος χάρη σε ένα ειδικό όργανο, το ενδοσκόπιο
- (ψυχολογία) η ανάλυση της συνείδησης, αυτοπαρατήρηση, η εξέταση του εσωτερικού μας κόσμου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχολογία