Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έσω < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

έσω

  • μέσα
    Ο Πρωθυπουργός δέχεται βολές εκ των έσω (: από το ίδιο του το κόμμα).

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία