ακοινώνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακοινώνητος < αρχαία ελληνική ἀκοινώνητος
Επίθετο
επεξεργασίαακοινώνητος, -η, -ο
- που δεν του αρέσει η επαφή με τον κόσμο και δεν ξέρει να φέρεται σωστά σε κοινωνικές συναναστροφές
- που δεν έχει κοινωνήσει, δεν έχει μεταλάβει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακοινώνητος