Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακοινώνητος η ακοινώνητη το ακοινώνητο
      γενική του ακοινώνητου της ακοινώνητης του ακοινώνητου
    αιτιατική τον ακοινώνητο την ακοινώνητη το ακοινώνητο
     κλητική ακοινώνητε ακοινώνητη ακοινώνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακοινώνητοι οι ακοινώνητες τα ακοινώνητα
      γενική των ακοινώνητων των ακοινώνητων των ακοινώνητων
    αιτιατική τους ακοινώνητους τις ακοινώνητες τα ακοινώνητα
     κλητική ακοινώνητοι ακοινώνητες ακοινώνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακοινώνητος < αρχαία ελληνική ἀκοινώνητος

  Επίθετο επεξεργασία

ακοινώνητος, -η, -ο

  1. που δεν του αρέσει η επαφή με τον κόσμο και δεν ξέρει να φέρεται σωστά σε κοινωνικές συναναστροφές
     αντώνυμα: κοινωνικός
     συνώνυμα: μονόχνωτος, ασυγχρώτιστος
  2. που δεν έχει κοινωνήσει, δεν έχει μεταλάβει
     συνώνυμα: αμετάλαβος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία