farouche
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- farouche < λατινική forasticus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
farouche | farouches |
farouche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
farouche | farouches |
farouche (fr) αρσενικό
- είδος τριφυλλιού που χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή