Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριφύλλι τα τριφύλλια
      γενική του τριφυλλιού των τριφυλλιών
    αιτιατική το τριφύλλι τα τριφύλλια
     κλητική τριφύλλι τριφύλλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριφύλλι < ελληνιστική τριφύλλιον < αρχαία ελληνική τρίφυλλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾiˈfi.li/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριφύλλι ουδέτερο

  1. ποώδες φυτό χαμηλού ύψους, του οποίου το φύλλο αποτελείται από τρία μικρότερα
    είναι τυχερός όποιος βρει το τετράφυλλο τριφύλλι
  2. (αθλητισμός) ο ελληνικός αθλητικός σύλλογος Παναθηναϊκός (λόγω του εμβλήματός του)
    Χτες στο αεροδρόμιο, οι οπαδοί του τριφυλλιού επιφύλαξαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή στους παίκτες της ομάδας, κατά την επιστροφή τους από τη Γερμανία.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία