έμβλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- έμβλημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔμβλημα (κάτι ένθετο) < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική emblème < λατινική emblema < {{etym|grc-koi|el|ἔμβλημα{{)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeɱ.vli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐βλη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέμβλημα ουδέτερο
- συμβολικό διακριτικό σχήμα
- (κατ’ επέκταση) φράση με επιγραμματικό και διακριτικό χαρακτήρα
- (κατ’ επέκταση) φράση ή ρητό που μας εκφράζει, που συμπυκνώνει τα πιστεύω μας
Συγγενικά
επεξεργασία- εμβληματικά
- εμβληματικός
- εμβληματολογία
- → δείτε τις λέξεις εμβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- έμβλημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έμβλημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)