Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμβάλλω < (ἐν-) ἐμ + βάλλω

ἐμβάλλω

  1. ρίχνω μέσα
    βάζω μέσα στο μυαλό κάποιου
  2. εισβάλλω (με στρατό)
  3. συντρίβω, χτυπάω
  4. (για ποταμό) εκβάλλομαι, χύνομαι
  5. (στη μέση φωνή) → δείτε τη λέξη ἐμβάλλομαι

Συγγενικά

επεξεργασία