χτυπάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χτυπάω < χτυπ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτυπῶ < αρχαία ελληνική κτυπῶ, συνηρημένος τύπος του κτυπέω < κτύπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xtiˈpa.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαχτυπάω/χτυπώ, πρτ.: χτυπούσα/χτύπαγα, αόρ.: χτύπησα, παθ.φωνή: χτυπιέμαι, π.αόρ.: χτυπήθηκα, μτχ.π.π.: χτυπημένος
- (μεταβατικό) ασκώ κάποια δύναμη σε κάποιον ή κάτι, το(ν) βαρώ, το(ν) πλήττω
- ⮡ Χτυπάω την πέτρα μ' ένα σφυρί.
- ⮡ Με χτύπησε ένα μηχανάκι, αλλά τη γλίτωσα.
- (μεταβατικό) (επιτίθεμαι και) δέρνω
- (μεταβατικό) προκαλώ βλάβη, αρρώστια, δυστυχία
- ⮡ Η μοίρα τον χτύπησε σκληρά.
- (μεταβατικό) ανακατεύω
- (μεταβατικό) κρούω ή αγγίζω κάτι, προκαλώντας κάποιον ήχο
- (μεταβατικό, οικείο) παίρνω ή καταναλώνω
- ⮡ Θα χτυπήσω κανένα κουραμπιεδάκι!
- ⮡ Χτύπησα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε πολύ καλή κατάσταση.
- (αμετάβατο) πέφτω πάνω σε κάτι ή κάποιον και πλήττομαι, τραυματίζομαι (ή χαλάω, για άψυχο)
- ⮡ Χτυπήσανε δυο αυτοκίνητα· τρακάρανε πολύ άσχημα.
- (παθητικό) χτυπιέμαι: οδύρομαι
- ηχώ (για ξυπνητήρι, συναγερμό)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χτύπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτυπάω - χτυπώ | χτυπούσα | θα χτυπάω - χτυπώ | να χτυπάω - χτυπώ | χτυπώντας | |
β' ενικ. | χτυπάς | χτυπούσες | θα χτυπάς | να χτυπάς | χτύπα - χτύπαγε | |
γ' ενικ. | χτυπάει - χτυπά | χτυπούσε | θα χτυπάει - χτυπά | να χτυπάει - χτυπά | ||
α' πληθ. | χτυπάμε - χτυπούμε | χτυπούσαμε | θα χτυπάμε - χτυπούμε | να χτυπάμε - χτυπούμε | ||
β' πληθ. | χτυπάτε | χτυπούσατε | θα χτυπάτε | να χτυπάτε | χτυπάτε | |
γ' πληθ. | χτυπάν(ε) - χτυπούν(ε) | χτυπούσαν(ε) | θα χτυπάν(ε) - χτυπούν(ε) | να χτυπάν(ε) - χτυπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτύπησα | θα χτυπήσω | να χτυπήσω | χτυπήσει | ||
β' ενικ. | χτύπησες | θα χτυπήσεις | να χτυπήσεις | χτύπα - χτύπησε | ||
γ' ενικ. | χτύπησε | θα χτυπήσει | να χτυπήσει | |||
α' πληθ. | χτυπήσαμε | θα χτυπήσουμε | να χτυπήσουμε | |||
β' πληθ. | χτυπήσατε | θα χτυπήσετε | να χτυπήσετε | χτυπήστε | ||
γ' πληθ. | χτύπησαν χτυπήσαν(ε) |
θα χτυπήσουν(ε) | να χτυπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χτυπήσει | είχα χτυπήσει | θα έχω χτυπήσει | να έχω χτυπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χτυπήσει | είχες χτυπήσει | θα έχεις χτυπήσει | να έχεις χτυπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χτυπήσει | είχε χτυπήσει | θα έχει χτυπήσει | να έχει χτυπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χτυπήσει | είχαμε χτυπήσει | θα έχουμε χτυπήσει | να έχουμε χτυπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χτυπήσει | είχατε χτυπήσει | θα έχετε χτυπήσει | να έχετε χτυπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χτυπήσει | είχαν χτυπήσει | θα έχουν χτυπήσει | να έχουν χτυπήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χτυπημένος - είμαστε, είστε, είναι χτυπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χτυπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χτυπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χτυπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χτυπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χτυπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χτυπημένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτυπιέμαι | χτυπιόμουν(α) | θα χτυπιέμαι | να χτυπιέμαι | ||
β' ενικ. | χτυπιέσαι | χτυπιόσουν(α) | θα χτυπιέσαι | να χτυπιέσαι | ||
γ' ενικ. | χτυπιέται | χτυπιόταν(ε) | θα χτυπιέται | να χτυπιέται | ||
α' πληθ. | χτυπιόμαστε | χτυπιόμαστε χτυπιόμασταν |
θα χτυπιόμαστε | να χτυπιόμαστε | ||
β' πληθ. | χτυπιέστε | χτυπιόσαστε χτυπιόσασταν |
θα χτυπιέστε | να χτυπιέστε | χτυπιέστε | |
γ' πληθ. | χτυπιούνται | χτυπιόνταν(ε) χτυπιούνταν χτυπιόντουσαν |
θα χτυπιούνται | να χτυπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτυπήθηκα | θα χτυπηθώ | να χτυπηθώ | χτυπηθεί | ||
β' ενικ. | χτυπήθηκες | θα χτυπηθείς | να χτυπηθείς | χτυπήσου | ||
γ' ενικ. | χτυπήθηκε | θα χτυπηθεί | να χτυπηθεί | |||
α' πληθ. | χτυπηθήκαμε | θα χτυπηθούμε | να χτυπηθούμε | |||
β' πληθ. | χτυπηθήκατε | θα χτυπηθείτε | να χτυπηθείτε | χτυπηθείτε | ||
γ' πληθ. | χτυπήθηκαν χτυπηθήκαν(ε) |
θα χτυπηθούν(ε) | να χτυπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χτυπηθεί | είχα χτυπηθεί | θα έχω χτυπηθεί | να έχω χτυπηθεί | χτυπημένος | |
β' ενικ. | έχεις χτυπηθεί | είχες χτυπηθεί | θα έχεις χτυπηθεί | να έχεις χτυπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χτυπηθεί | είχε χτυπηθεί | θα έχει χτυπηθεί | να έχει χτυπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χτυπηθεί | είχαμε χτυπηθεί | θα έχουμε χτυπηθεί | να έχουμε χτυπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χτυπηθεί | είχατε χτυπηθεί | θα έχετε χτυπηθεί | να έχετε χτυπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χτυπηθεί | είχαν χτυπηθεί | θα έχουν χτυπηθεί | να έχουν χτυπηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χτυπημένος - είμαστε, είστε, είναι χτυπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χτυπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χτυπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χτυπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χτυπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χτυπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χτυπημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία χτυπάω
|
Πηγές
επεξεργασία- χτυπώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χτυπώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)