Δείτε επίσης: κτυπάω, κτυπέω

Ετυμολογία

επεξεργασία

χτυπάω/χτυπώ, πρτ.: χτυπούσα/χτύπαγα, αόρ.: χτύπησα, παθ.φωνή: χτυπιέμαι, π.αόρ.: χτυπήθηκα, μτχ.π.π.: χτυπημένος

  1. (μεταβατικό) ασκώ κάποια δύναμη σε κάποιον ή κάτι, το(ν) βαρώ, το(ν) πλήττω
      Χτυπάω την πέτρα μ' ένα σφυρί.
      Με χτύπησε ένα μηχανάκι, αλλά τη γλίτωσα.
  2. (μεταβατικό) (επιτίθεμαι και) δέρνω
  3. (μεταβατικό) προκαλώ βλάβη, αρρώστια, δυστυχία
      Η μοίρα τον χτύπησε σκληρά.
  4. (μεταβατικό) ανακατεύω
  5. (μεταβατικό) κρούω ή αγγίζω κάτι, προκαλώντας κάποιον ήχο
      χτυπώ το κουδούνι / την πόρτα / την καμπάνα
  6. (μεταβατικό, οικείο) παίρνω ή καταναλώνω
      Θα χτυπήσω κανένα κουραμπιεδάκι!
      Χτύπησα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε πολύ καλή κατάσταση.
  7. (αμετάβατο) πέφτω πάνω σε κάτι ή κάποιον και πλήττομαι, τραυματίζομαιχαλάω, για άψυχο)
      Χτυπήσανε δυο αυτοκίνητα· τρακάρανε πολύ άσχημα.
  8. (παθητικό) χτυπιέμαι: οδύρομαι
  9. ηχώ (για ξυπνητήρι, συναγερμό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία