κτυπάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτυπάω < αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακτυπάω (παθητική φωνή: κτυπιέμαι)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παρωχημένη μορφή του χτυπώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χτύπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτυπάω - κτυπώ | κτυπούσα | θα κτυπάω - κτυπώ | να κτυπάω - κτυπώ | κτυπώντας | |
β' ενικ. | κτυπάς | κτυπούσες | θα κτυπάς | να κτυπάς | κτύπα - κτύπαγε | |
γ' ενικ. | κτυπάει - κτυπά | κτυπούσε | θα κτυπάει - κτυπά | να κτυπάει - κτυπά | ||
α' πληθ. | κτυπάμε - κτυπούμε | κτυπούσαμε | θα κτυπάμε - κτυπούμε | να κτυπάμε - κτυπούμε | ||
β' πληθ. | κτυπάτε | κτυπούσατε | θα κτυπάτε | να κτυπάτε | κτυπάτε | |
γ' πληθ. | κτυπάν(ε) - κτυπούν(ε) | κτυπούσαν(ε) | θα κτυπάν(ε) - κτυπούν(ε) | να κτυπάν(ε) - κτυπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κτύπησα | θα κτυπήσω | να κτυπήσω | κτυπήσει | ||
β' ενικ. | κτύπησες | θα κτυπήσεις | να κτυπήσεις | κτύπα - κτύπησε | ||
γ' ενικ. | κτύπησε | θα κτυπήσει | να κτυπήσει | |||
α' πληθ. | κτυπήσαμε | θα κτυπήσουμε | να κτυπήσουμε | |||
β' πληθ. | κτυπήσατε | θα κτυπήσετε | να κτυπήσετε | κτυπήστε | ||
γ' πληθ. | κτύπησαν κτυπήσαν(ε) |
θα κτυπήσουν(ε) | να κτυπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κτυπήσει | είχα κτυπήσει | θα έχω κτυπήσει | να έχω κτυπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κτυπήσει | είχες κτυπήσει | θα έχεις κτυπήσει | να έχεις κτυπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κτυπήσει | είχε κτυπήσει | θα έχει κτυπήσει | να έχει κτυπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κτυπήσει | είχαμε κτυπήσει | θα έχουμε κτυπήσει | να έχουμε κτυπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κτυπήσει | είχατε κτυπήσει | θα έχετε κτυπήσει | να έχετε κτυπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κτυπήσει | είχαν κτυπήσει | θα έχουν κτυπήσει | να έχουν κτυπήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κτυπημένος - είμαστε, είστε, είναι κτυπημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κτυπημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κτυπημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κτυπημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κτυπημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κτυπημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κτυπημένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κτυπιέμαι | κτυπιόμουν(α) | θα κτυπιέμαι | να κτυπιέμαι | ||
β' ενικ. | κτυπιέσαι | κτυπιόσουν(α) | θα κτυπιέσαι | να κτυπιέσαι | ||
γ' ενικ. | κτυπιέται | κτυπιόταν(ε) | θα κτυπιέται | να κτυπιέται | ||
α' πληθ. | κτυπιόμαστε | κτυπιόμαστε κτυπιόμασταν |
θα κτυπιόμαστε | να κτυπιόμαστε | ||
β' πληθ. | κτυπιέστε | κτυπιόσαστε κτυπιόσασταν |
θα κτυπιέστε | να κτυπιέστε | κτυπιέστε | |
γ' πληθ. | κτυπιούνται | κτυπιόνταν(ε) κτυπιούνταν κτυπιόντουσαν |
θα κτυπιούνται | να κτυπιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κτυπήθηκα | θα κτυπηθώ | να κτυπηθώ | κτυπηθεί | ||
β' ενικ. | κτυπήθηκες | θα κτυπηθείς | να κτυπηθείς | κτυπήσου | ||
γ' ενικ. | κτυπήθηκε | θα κτυπηθεί | να κτυπηθεί | |||
α' πληθ. | κτυπηθήκαμε | θα κτυπηθούμε | να κτυπηθούμε | |||
β' πληθ. | κτυπηθήκατε | θα κτυπηθείτε | να κτυπηθείτε | κτυπηθείτε | ||
γ' πληθ. | κτυπήθηκαν κτυπηθήκαν(ε) |
θα κτυπηθούν(ε) | να κτυπηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κτυπηθεί | είχα κτυπηθεί | θα έχω κτυπηθεί | να έχω κτυπηθεί | κτυπημένος | |
β' ενικ. | έχεις κτυπηθεί | είχες κτυπηθεί | θα έχεις κτυπηθεί | να έχεις κτυπηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κτυπηθεί | είχε κτυπηθεί | θα έχει κτυπηθεί | να έχει κτυπηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κτυπηθεί | είχαμε κτυπηθεί | θα έχουμε κτυπηθεί | να έχουμε κτυπηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κτυπηθεί | είχατε κτυπηθεί | θα έχετε κτυπηθεί | να έχετε κτυπηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κτυπηθεί | είχαν κτυπηθεί | θα έχουν κτυπηθεί | να έχουν κτυπηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κτυπάω
|