Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτύπος οι κτύποι
      γενική του κτύπου των κτύπων
    αιτιατική τον κτύπο τους κτύπους
     κλητική κτύπε κτύποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτύπος. Συγκρίνετε με το χτύπος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτύπος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτύπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτύπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτύπος αρσενικό

  1. δυνατός κρότος
  2. ο ήχος του χτύπου της καρδιάς
  3. ο ήχος νερού που ρέει
  4. ο ήχος μουσικού οργάνου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κτυπ- 

θέμα κτυπ- (για θέμα χτυπ- δείτε χτύπος)

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κτύπος οἱ κτύποι
      γενική τοῦ κτύπου τῶν κτύπων
      δοτική τῷ κτύπ τοῖς κτύποις
    αιτιατική τὸν κτύπον τοὺς κτύπους
     κλητική ! κτύπε κτύποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κτύπω
γεν-δοτ τοῖν  κτύποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία