κτύπημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κτύπημα < αρχαία ελληνική κτύπημα < κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkti.pi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτύ‐πη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κτύπημα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κτύπημα
|
Πηγές
επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κτύπος
Πηγές
επεξεργασία
- κτύπημα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].