κρότος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
κροτ-
κροτ-
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρότος | οι | κρότοι |
γενική | του | κρότου | των | κρότων |
αιτιατική | τον | κρότο | τους | κρότους |
κλητική | κρότε | κρότοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρότος < αρχαία ελληνική κρότος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾɔ.tɔs/
- συλλαβισμός : κρό‐τος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρότος αρσενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κρότου λάμψης (για βλήματα, όπλα)
Επεξεργασία
- ανακροτικός
- αντικροτικός
- δίκροτο
- δίκροτος
- εκπυρσοκρότηση
- εκπυρσοκροτώ
- επικρότηση
- επικροτώ
- καταχειροκροτώ
- κροταλίας
- κροταλίζω
- κροτάλισμα
- κρόταλο & συγγενικά
- κροτίδα
- κροτούν
- κροτώ
- ποδοκρότημα
- ποδοκροτώ
- πολύκροτος
- πυροκροτητής
- πυροκροτικός
- συγκροτώ & συγγενικά
- τρίκροτο
- χειροκρότημα
- χειροκροτητής
- χειροκροτώ
πιθανή συγγένεια:
- κρόταφος & συγγενικά