• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εκπυρσοκρότηση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπυρσοκρότηση οι εκπυρσοκροτήσεις
      γενική της εκπυρσοκρότησης
& εκπυρσοκροτήσεως
των εκπυρσοκροτήσεων
    αιτιατική την εκπυρσοκρότηση τις εκπυρσοκροτήσεις
     κλητική εκπυρσοκρότηση εκπυρσοκροτήσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκπυρσοκρότηση < εκπυρσοκροτώ + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκπυρσοκρότηση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπυρσοκροτώ, η πυροδότηση του φυσιγγίου πυροβόλου όπλου

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκπυρσοκρότηση
  • αγγλικά : detonation (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκπυρσοκρότηση&oldid=4863626"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie