εκπυρσοκρότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπυρσοκρότηση | οι | εκπυρσοκροτήσεις |
γενική | της | εκπυρσοκρότησης* | των | εκπυρσοκροτήσεων |
αιτιατική | την | εκπυρσοκρότηση | τις | εκπυρσοκροτήσεις |
κλητική | εκπυρσοκρότηση | εκπυρσοκροτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπυρσοκροτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκπυρσοκρότηση < εκπυρσοκροτώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκπυρσοκρότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπυρσοκροτώ, η πυροδότηση του φυσιγγίου πυροβόλου όπλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπυρσοκρότηση