Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπυρσοκροτώ < εκ- + πυρσός + -ο- + κροτώ

εκπυρσοκροτώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία