Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπυρσοκροτώ < εκ- + πυρσός + -ο- + κροτώ

  Ρήμα επεξεργασία

εκπυρσοκροτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία