παράγοντας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παράγοντας | οι | παράγοντες |
γενική | του | παράγοντα & παράγοντος |
των | παραγόντων |
αιτιατική | τον | παράγοντα | τους | παράγοντες |
κλητική | παράγοντα | παράγοντες | ||
λόγια γενική:παράγοντος | ||||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παράγοντας < αρχαία ελληνική παράγων
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παράγοντας αρσενικό
- αυτό που μαζί με άλλα συναποτελεί ή συνδιαμορφώνει μια ευρύτερη έννοια/ενότητα ή οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα
- το βιβλίο αναλύει τον οικονομικό παράγοντα των ιστορικών διεργασιών
- ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία των αθλητών
- οι ειδικοί ερευνούν τους παράγοντες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση
- πρόσωπο με δύναμη ή επιρροή ή σημαντική προσφορά σε έναν τομέα
- (για να αναφερθεί η διπλωματική ή στρατιωτική επιρροή ξένης χώρας)
- Τι ρόλο θα παίξει ο αμερικανικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή;
- (μαθηματικά) αριθμός (ή παράσταση) που πολλαπλασιάζεται με άλλον
- η διαφορά τετραγώνων x2-y2 μπορεί να αναλυθεί ως γινόμενο δύο παραγόντων (x+y)(x-y)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ο παράγοντας (ουσιαστικό)
ΜετοχήΕπεξεργασία
παράγοντας
- καθώς παράγω, κατά τη διάρκεια της παραγωγής
- Παράγοντας το ελαιόλαδο διαπίστωσαν ότι έπρεπε να είχαν...
- με το να παράγουν
- Το πέτυχαν παράγοντας πολύ καλής ποιότητας ελαιόλαδο