παραγοντίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παραγοντίζω < παράγοντας + -ίζω
ΡήμαΕπεξεργασία
παραγοντίζω
- (μειωτικό) φέρομαι ως ή σαν παράγοντας, διακατέχομαι από παραγοντισμό
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγοντίζω | παραγόντιζα | θα παραγοντίζω | να παραγοντίζω | παραγοντίζοντας | |
β' ενικ. | παραγοντίζεις | παραγόντιζες | θα παραγοντίζεις | να παραγοντίζεις | παραγόντιζε | |
γ' ενικ. | παραγοντίζει | παραγόντιζε | θα παραγοντίζει | να παραγοντίζει | ||
α' πληθ. | παραγοντίζουμε | παραγοντίζαμε | θα παραγοντίζουμε | να παραγοντίζουμε | ||
β' πληθ. | παραγοντίζετε | παραγοντίζατε | θα παραγοντίζετε | να παραγοντίζετε | παραγοντίζετε | |
γ' πληθ. | παραγοντίζουν(ε) | παραγόντιζαν παραγοντίζαν(ε) |
θα παραγοντίζουν(ε) | να παραγοντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραγόντισα | θα παραγοντίσω | να παραγοντίσω | παραγοντίσει | ||
β' ενικ. | παραγόντισες | θα παραγοντίσεις | να παραγοντίσεις | παραγόντισε | ||
γ' ενικ. | παραγόντισε | θα παραγοντίσει | να παραγοντίσει | |||
α' πληθ. | παραγοντίσαμε | θα παραγοντίσουμε | να παραγοντίσουμε | |||
β' πληθ. | παραγοντίσατε | θα παραγοντίσετε | να παραγοντίσετε | παραγοντίστε | ||
γ' πληθ. | παραγόντισαν παραγοντίσαν(ε) |
θα παραγοντίσουν(ε) | να παραγοντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγοντίσει | είχα παραγοντίσει | θα έχω παραγοντίσει | να έχω παραγοντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγοντίσει | είχες παραγοντίσει | θα έχεις παραγοντίσει | να έχεις παραγοντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραγοντίσει | είχε παραγοντίσει | θα έχει παραγοντίσει | να έχει παραγοντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγοντίσει | είχαμε παραγοντίσει | θα έχουμε παραγοντίσει | να έχουμε παραγοντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγοντίσει | είχατε παραγοντίσει | θα έχετε παραγοντίσει | να έχετε παραγοντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραγοντίσει | είχαν παραγοντίσει | θα έχουν παραγοντίσει | να έχουν παραγοντίσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παραγοντίζω