Ετυμολογία

επεξεργασία
παραγοντίζω < παράγοντ(ας) + -ίζω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣonˈdi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐γο‐ντί‐ζω

παραγοντίζω, σε ενεστώτα και παρατατικό (χωρίς παθητική φωνή)[2] ελλειπτικό ρήμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. παραγοντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)