παραγοντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγοντισμός < παραγοντίζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραγοντισμός αρσενικό
- η επικράτηση στην πολιτική ζωή των κομματικών παραγόντων και όχι των ιδεολογικών αρχών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παράγοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγοντισμός
|