αρχών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐χων
- τονικό παρώνυμο: άρχων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
αρχών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του αρχή