άρχων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άρχων & άρχοντας |
η | άρχουσα | το | άρχον |
γενική | του | άρχοντος & άρχοντα |
της | άρχουσας & αρχούσης* |
του | άρχοντος |
αιτιατική | τον | άρχοντα | την | άρχουσα | το | άρχον |
κλητική | άρχων & άρχοντα |
άρχουσα | άρχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άρχοντες | οι | άρχουσες | τα | άρχοντα |
γενική | των | αρχόντων | των | αρχουσών | των | αρχόντων |
αιτιατική | τους | άρχοντες | τις | άρχουσες | τα | άρχοντα |
κλητική | άρχοντες | άρχουσες | άρχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άρχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐χων
- τονικό παρώνυμο: αρχών
Μετοχή
επεξεργασία
άρχων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος άρχω
- που άρχει, που κυβερνάει
- ※ Το πολιτικό σύστημα που οδήγησε την Ελλάδα στον γκρεμό, όμως, δεν έχει ούτε την ηθική ούτε την πολιτική αξιοπιστία να παίξει τέτοιο ρόλο. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε την κρίσιμη παράμετρο της αξιοπιστίας, τα γεγονότα έχουν αποδείξει ότι δεν έχει ούτε την πολιτική-επιχειρησιακή ικανότητα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το πολιτικό προσωπικό. Είναι συνολικά η διαπλεκόμενη άρχουσα τάξη, η οποία, με τις ευλογίες του πολιτικού συστήματος, ιδιοποιήθηκε τη μερίδα του λέοντος από τον πλούτο που σήμερα καταγράφεται ως γιγαντιαίο δημόσιο χρέος.
- Σταύρος Λυγερός, Από την κλεπτοκρατία στη χρεοκοπία, αρχική δημοσίευση: (2011), εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2016, ISBN 9789601643489, @google.gr/books
- ※ Το πολιτικό σύστημα που οδήγησε την Ελλάδα στον γκρεμό, όμως, δεν έχει ούτε την ηθική ούτε την πολιτική αξιοπιστία να παίξει τέτοιο ρόλο. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε την κρίσιμη παράμετρο της αξιοπιστίας, τα γεγονότα έχουν αποδείξει ότι δεν έχει ούτε την πολιτική-επιχειρησιακή ικανότητα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το πολιτικό προσωπικό. Είναι συνολικά η διαπλεκόμενη άρχουσα τάξη, η οποία, με τις ευλογίες του πολιτικού συστήματος, ιδιοποιήθηκε τη μερίδα του λέοντος από τον πλούτο που σήμερα καταγράφεται ως γιγαντιαίο δημόσιο χρέος.
- που επικρατεί
- που άρχει, που κυβερνάει
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άρχων αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄρχων)
Πηγές
επεξεργασία
- άρχων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άρχων - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας