Δείτε επίσης: ἄρχων, αρχών, ἀρχῶν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άρχων
άρχοντας
η άρχουσα το άρχον
      γενική του άρχοντος
άρχοντα
της άρχουσας
αρχούσης*
του άρχοντος
    αιτιατική τον άρχοντα την άρχουσα το άρχον
     κλητική άρχων
άρχοντα
άρχουσα άρχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άρχοντες οι άρχουσες τα άρχοντα
      γενική των αρχόντων των αρχουσών των αρχόντων
    αιτιατική τους άρχοντες τις άρχουσες τα άρχοντα
     κλητική άρχοντες άρχουσες άρχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐χων
τονικό παρώνυμο: αρχών

  Μετοχή επεξεργασία

άρχων, -ουσα, -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρχων αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία