άρχων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άρχων & άρχοντας |
η | άρχουσα | το | άρχον |
γενική | του | άρχοντος & άρχοντα |
της | άρχουσας & αρχούσης* |
του | άρχοντος |
αιτιατική | τον | άρχοντα | την | άρχουσα | το | άρχον |
κλητική | άρχων & άρχοντα |
άρχουσα | άρχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άρχοντες | οι | άρχουσες | τα | άρχοντα |
γενική | των | αρχόντων | των | αρχουσών | των | αρχόντων |
αιτιατική | τους | άρχοντες | τις | άρχουσες | τα | άρχοντα |
κλητική | άρχοντες | άρχουσες | άρχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄρχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaɾ.xon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐χων
- τονικό παρώνυμο: αρχών
Μετοχή
επεξεργασίαάρχων, -ουσα, -ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρχων αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄρχων)
Πηγές
επεξεργασία- άρχων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άρχων - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας