πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευαγγέλιο τα ευαγγέλια
      γενική του ευαγγελίου
& ευαγγέλιου
των ευαγγελίων
    αιτιατική το ευαγγέλιο τα ευαγγέλια
     κλητική ευαγγέλιο ευαγγέλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευαγγέλιο < (ελληνιστική κοινή) εὐαγγέλιον < εύ = άγγελος + -ιον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευαγγέλιο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) το καθένα από τα τέσσερα αναγνωρισμένα βιβλία που εξιστορούν τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού
      Άρχισε ο παπα-Γρηγόρης να διαβάζει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, με τη βαριά φωνή του που έκανε τα τζαμάκια της εκκλησίας να τριζοβολάνε (Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971)
  2. (μεταφορικά) οποιοδήποτε κήρυγμα που ευαγγελίζεται (υπόσχεται) την ευτυχία του κόσμου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία