Δείτε επίσης: Ευαγγελιστής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευαγγελιστής οι ευαγγελιστές
      γενική του ευαγγελιστή των ευαγγελιστών
    αιτιατική τον ευαγγελιστή τους ευαγγελιστές
     κλητική ευαγγελιστή ευαγγελιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευαγγελιστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐαγγελιστής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευαγγελιστής αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) καθένας από τους συγγραφείς των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων -Ιωάννης, Λουκάς, Μάρκος, Ματθαίος
  2. παρωχημένος χαρακτηρισμός (του περασμένου αιώνα) για άτομα που κήρυσσαν μεμονωμένα, κυρίως στην επαρχία, το ευγαγγέλιο με δική τους πρωτοβουλία και συχνά με δική τους ερμηνεία
  3. (χριστιανισμός) χαρακτηρισμός χριστιανού που ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα των διαμαρτυρομένων ή στην Ευαγγελική Εκκλησία
    (θηλυκό ευαγγελίστρια)
  4. (μεταφορικά) κάποιος που με πάθος και φανατισμό κηρύσσει μια θεωρία ως την πιο θετική και ελπιδοφόρα, συνήθως ως αλάθητη και αδιαμφισβήτητη
    (θηλυκό ευαγγελίστρια)
    ⮡ ευαγγελιστής του φιλοαμερικανισμού, του μοντερνισμού κ.λπ.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία