ευαγγελιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευαγγελιστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐαγγελιστής
- για το δόγμα > σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική evangelistic)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευαγγελιστής αρσενικό
- (χριστιανισμός) καθένας από τους συγγραφείς των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων -Ιωάννης, Λουκάς, Μάρκος, Ματθαίος
- παρωχημένος χαρακτηρισμός (του περασμένου αιώνα) για άτομα που κήρυσσαν μεμονωμένα, κυρίως στην επαρχία, το ευγαγγέλιο με δική τους πρωτοβουλία και συχνά με δική τους ερμηνεία
- (χριστιανισμός) χαρακτηρισμός χριστιανού που ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα των διαμαρτυρομένων ή στην Ευαγγελική Εκκλησία
- (θηλυκό ευαγγελίστρια)
- (μεταφορικά) κάποιος που με πάθος και φανατισμό κηρύσσει μια θεωρία ως την πιο θετική και ελπιδοφόρα, συνήθως ως αλάθητη και αδιαμφισβήτητη
- (θηλυκό ευαγγελίστρια)
- ⮡ ευαγγελιστής του φιλοαμερικανισμού, του μοντερνισμού κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευαγγελιστής