évangéliste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
évangéliste | évangélistes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαévangéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ευαγγελιστής - η ευαγγελίστρια
ενικός | πληθυντικός |
évangéliste | évangélistes |
évangéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό