ευαγγελίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευαγγελίστρια < ευαγγελιστής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευαγγελίστρια θηλυκό
- (θρησκεία) θηλυκό του ευαγγελιστής: χαρακτηρισμός χριστιανής που ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα των διαμαρτυρομένων ή στην Ευαγγελική Εκκλησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευαγγελίστρια