ευαγγελικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευαγγελικός < ευαγγέλιο
Επίθετο
επεξεργασίαευαγγελικός, -ή, -ό
- αυτός που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, αυτός που δέχεται a priori ως θεόπνευστο κείμενο μόνο την Αγία Γραφή - απόχρωση του χριστιανικού δόγματος των Διαμαρτυρόμενων
- Η κατά χάριν σωτηρία και η βεβαιότητα της σωτηρίας είναι 2 από τα βασικά δόγματα που χαρακτηρίζουν τους ευαγγελικούς.
- ο ασκητικός στον τρόπο ζωής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευαγγελικός