Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευαγγελικός η ευαγγελική το ευαγγελικό
      γενική του ευαγγελικού της ευαγγελικής του ευαγγελικού
    αιτιατική τον ευαγγελικό την ευαγγελική το ευαγγελικό
     κλητική ευαγγελικέ ευαγγελική ευαγγελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευαγγελικοί οι ευαγγελικές τα ευαγγελικά
      γενική των ευαγγελικών των ευαγγελικών των ευαγγελικών
    αιτιατική τους ευαγγελικούς τις ευαγγελικές τα ευαγγελικά
     κλητική ευαγγελικοί ευαγγελικές ευαγγελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευαγγελικός < ευαγγέλιο

  Επίθετο επεξεργασία

ευαγγελικός, -ή, -ό

  1. αυτός που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο, αυτός που δέχεται a priori ως θεόπνευστο κείμενο μόνο την Αγία Γραφή - απόχρωση του χριστιανικού δόγματος των Διαμαρτυρόμενων
    Η κατά χάριν σωτηρία και η βεβαιότητα της σωτηρίας είναι 2 από τα βασικά δόγματα που χαρακτηρίζουν τους ευαγγελικούς.
  2. ο ασκητικός στον τρόπο ζωής

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία