χριστιανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χριστιανικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χριστιανικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Χριστιαν(ός) + -ικός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.stça.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρι‐στια‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
χριστιανικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει ή είναι σύμφωνος με τη διδασκαλία του χριστιανισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χριστιανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χριστιανικός < χριστιαν(ός) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
χριστιανικός, -ή, -όν
Πηγές επεξεργασία
- χριστιανικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.