Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χριστιανικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χριστιανικ
ός
η
χριστιανικ
ή
το
χριστιανικ
ό
γενική
του
χριστιανικ
ού
της
χριστιανικ
ής
του
χριστιανικ
ού
αιτιατική
τον
χριστιανικ
ό
τη
χριστιανικ
ή
το
χριστιανικ
ό
κλητική
χριστιανικ
έ
χριστιανικ
ή
χριστιανικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χριστιανικ
οί
οι
χριστιανικ
ές
τα
χριστιανικ
ά
γενική
των
χριστιανικ
ών
των
χριστιανικ
ών
των
χριστιανικ
ών
αιτιατική
τους
χριστιανικ
ούς
τις
χριστιανικ
ές
τα
χριστιανικ
ά
κλητική
χριστιανικ
οί
χριστιανικ
ές
χριστιανικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
χριστιανικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
Επίθετο
Επεξεργασία
χριστιανικός, -ή, -ό
που αναφέρεται ή ανήκει ή είναι σύμφωνος με τη διαδσκαλία του
χριστιανισμού
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
χριστιανισμός
χριστιανός
χριστιανή
χριστιανοσύνη
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
χριστιανικός
αγγλικά
:
Christian
(en)
γαλλικά
:
chrétien
(fr)
,
chrétienne
(fr)