Ετυμολογία

επεξεργασία
chrétienne, θηλυκό του chrétien

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chrétienne chrétiennes

chrétienne (fr) θηλυκό

  1. η χριστιανή

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chrétienne chrétiennes

chrétienne (fr) θηλυκό

  1. χριστιανική