chrétienne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chrétienne | chrétiennes |
chrétienne (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chrétienne | chrétiennes |
chrétienne (fr) θηλυκό