ασκητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασκητικός < ελληνιστική κοινή ἀσκητικός < ἀσκητής < αρχαία ελληνική ἀσκέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ascétique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ascetic[1])
Επίθετο
επεξεργασίαασκητικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ασκητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)