ασκητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ασκητικός < ελληνιστική κοινή ἀσκητικός < ἀσκητής < αρχαία ελληνική ἀσκέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ascétique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ascetic[1])