ασκητής
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασκητής | οι | ασκητές |
γενική | του | ασκητή | των | ασκητών |
αιτιατική | τον | ασκητή | τους | ασκητές |
κλητική | ασκητή | ασκητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ασκητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ασκητής αρσενικό
- ερημίτης, καλόγερος, που ζει με στερήσεις, μακριά από τον κόσμο
- (μτφ.) που ζει λιτά και μοναχικά
- δεν τον έχει δει ψυχή εδώ και χρόνια, αφού ζει σαν ασκητής σε ένα απομονωμένο μέρος