Δείτε επίσης: ἀσκητής

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκητής οι ασκητές
      γενική του ασκητή των ασκητών
    αιτιατική τον ασκητή τους ασκητές
     κλητική ασκητή ασκητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ασκητής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ασκητής αρσενικό

  1. ερημίτης, καλόγερος, που ζει με στερήσεις, μακριά από τον κόσμο
  2. (μτφ.) που ζει λιτά και μοναχικά
    δεν τον έχει δει ψυχή εδώ και χρόνια, αφού ζει σαν ασκητής σε ένα απομονωμένο μέρος

  Μεταφράσεις Επεξεργασία