Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μακριά < μακρέα < αρχαία ελληνική μακρύς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.kɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐κρι‐ά

  Επίρρημα επεξεργασία

μακριά

  1. (τοπικό επίρρημα) σε μεγάλη απόσταση στο χώρο
    το σπίτι είναι μακριά από δω
  2. (χρονικό επίρρημα) σε μεγάλη απόσταση στο χρόνο
    το καλοκαίρι είναι ακόμα μακριά!
μακρύς
μακρύτερος / πιο μακρύς
απόλυτος: μακρύτατος
σχετικός: ο πιο μακρύς
μακρύτερα / πιο μακριά
μακρύτερα / (πάρα) πολύ μακριά

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μακρυά από μας (από δω / από λόγου μας):έκφραση που χρησιμοποιείται με σκοπό να αποτρέψουμε κακό που αναφέρθηκε πριν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μακρύς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μακριά

  1. θηλυκό του μακρύς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μακριό

  Αναφορές επεξεργασία