μακριά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μακριά < μεσαιωνική ελληνική μακρέα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
μακριά
- (τοπικό επίρρημα) σε μεγάλη απόσταση στο χώρο
- το σπίτι είναι μακριά από δω
- (χρονικό επίρρημα) σε μεγάλη απόσταση στο χρόνο
- το καλοκαίρι είναι ακόμα μακριά!
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μακρυά από μας (από δω / από λόγου μας):έκφραση που χρησιμοποιείται με σκοπό να αποτρέψουμε κακό που αναφέρθηκε πριν
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μακριά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
μακριά
- θηλυκό του μακριός
- μακριό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού